Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
βοῶπις (-ιδος), η (Α)
εκείνη που έχει μάτια μεγάλα και στρογγυλά σαν του βοδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπις, γλαυκώπις κ.ά.)].