γαγάτης
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
German (Pape)
[Seite 469] ὁ, Gagat, ein steinhartes, schwarzes Bergpech, von der lycischen Stadt Γάγαι.
Greek Monolingual
ο (AM γαγάτης)
συμπαγής ποικιλία μαύρου λιγνίτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην κοσμηματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -της, που κατά τον Πλίνιο προήλθε από Γάγας ή Γάγαι, ονομασία πόλεως και ποταμού της Λυκίας. Από τη λ. γαγάτης προήλθε και το λατ. gagātēs, απ' όπου και τα νεώτερα γαλλ. jais, γερμ. Gagať].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: (sc. λίθος) lignite (Orph., Plin., Dsc.).
Other forms: Also γαγγῖτις or γαγγῆτις λίθος (Str.); this form may be or have been influenced by the adj. of the Ganges. And ἐγαγὶς πέτρα (Nic.) = γαγάτης.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: Acc. to Pliny 36, 141 from Γάγας or Γάγγαι town and river in Lycia. The forms with γαγγ-, with prenasalization, confirm the Anatolian (= Pre-Greek?) origin. From here Lat. gagātēs, with Fr. jais, Germ. Gagat etc. Vgl. Redard Les noms grecs en -της 53, 234.