θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
τοη συνουσία, η σαρκική μίξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. (το) γαμήσει < αρχ. γαμήσειν, απρμφ. μέλλοντος του γαμέω, -ώ (πρβλ. το γεννήσι, το κοιμήσι, κ.λπ.)].