γαμήσι

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

το
η συνουσία, η σαρκική μίξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. (το) γαμήσει < αρχ. γαμήσειν, απρμφ. μέλλοντος του γαμέω, -ώ (πρβλ. το γεννήσι, το κοιμήσι, κ.λπ.)].