γροσφομάχος

From LSJ
Revision as of 09:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γροσφομάχος Medium diacritics: γροσφομάχος Low diacritics: γροσφομάχος Capitals: ΓΡΟΣΦΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: grosphomáchos Transliteration B: grosphomachos Transliteration C: grosfomachos Beta Code: grosfoma/xos

English (LSJ)

ον,

   A fighting with the γρόσφος, οἱ γ., = Lat. velites, Plb.1.33.9, 6.21.7.

German (Pape)

[Seite 507] mit dem γρόσφος kämpfend, Pol. 1, 33, 9. 6, 21, 7.

Greek (Liddell-Scott)

γροσφομάχος: -ον, ὁ μετὰ γρόσφου μαχόμενος, οἱ Γρ. , οἱ παρὰ Ρωμαίοις Velites, Πολύβ. 1. 33, 9. , 6. 21, 7˙ πρβλ. γροσφοφόρος.

Greek Monolingual

γροσφομάχος, -ον (Α)
Ρωμαίος στρατιώτης που πολεμάει με τον γρόσφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γρόσφος + -μάχος < μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

γροσφομάχος: ὁ (лат. veles) копейщик, легковооруженный солдат Polyb.