δαιμονισμός

From LSJ
Revision as of 13:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονισμός Medium diacritics: δαιμονισμός Low diacritics: δαιμονισμός Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: daimonismós Transliteration B: daimonismos Transliteration C: daimonismos Beta Code: daimonismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A demoniac possession, Vett. Val.2.18.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονισμός: ὁ, =δαιμονοληψία, Ὠριγέν. Κέλσ. 8, 66, καὶ σ. 417.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
posesión demoníaca πάθη δαιμονισμοῦ Vett.Val.2.16, ἀπὸ δαιμονισμοῦ ἔσθ' ὅτε ἀναφέρουσιν Origenes Cels.8.66.

Greek Monolingual

ο (AM δαιμονισμός) δαιμονίζομαι
το να κατέχεται κάποιος από δαίμονα.