διπλή

From LSJ
Revision as of 12:52, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek Monolingual

(I)
η (AM διπλῆ)
βλ. διπλός.
(II)
διπλῇ και διπλεῑ (Α)
επίρρ. δύο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλούς + (επιρρ. κατάλ.) - (πρβλ. αλλαχῄ, διχῄ)
το δειπλεί είναι δωρικός τ. του διπλῄ].