διόσπυρος

From LSJ
Revision as of 11:08, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόσπυρος Medium diacritics: διόσπυρος Low diacritics: διόσπυρος Capitals: ΔΙΟΣΠΥΡΟΣ
Transliteration A: dióspyros Transliteration B: diospyros Transliteration C: diospyros Beta Code: dio/spuros

English (LSJ)

ὁ, = λιθόσπερμον, Dsc. 3.141.

Greek (Liddell-Scott)

διόσπυρος: ὁ, ἢ -ον, τό, ὀπώρα ὁμοία κερασίῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 13, 3.

Greek Monolingual

ο
γένος φυτών της οικογένειας εβενίδες
τα γνωστότερα είδη που φύονται ή καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι ο Diospyros lotus και ο Diospyros kaki, o λωτός.