δυσεξεύρετος
English (LSJ)
ον,
A hard to find out, Id.HA611a26, Plu.2.407f.
German (Pape)
[Seite 679] schwer aufzufinden; τόποι Arist. H. A. 9, 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξεύρετος: -ον, δυσκόλως ἐξευρισκόμενος ἢ ἀνακαλυπτόμενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 3, Πλούτ. 2. 407F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à trouver.
Étymologie: δυσ-, ἐξευρίσκω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de encontrar, τόποι Arist.HA 611a26, σπήλαια D.C.Epit.8.18.14, c. dat. de pers. θῆκαι ... δυσεξεύρετοι μακρὰν ἀπαίρουσι τῆς Ἑλλάδος Plu.2.407f
•fig. difícil de descubrir, recóndito πάθη Mac.Aeg.Serm.C 7.1
•difícil de inventar c. dat. de pers. πολλὰ ... τοῖς ἄλλοις δυσεξεύρετα D.S.30.20.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσεξεύρετος, -ον)
αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. δυσκολοκατόρθωτος
2. αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται κάποιος.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξεύρετος: с трудом находимый, скрытый, потаенный (τόποι Arst.; θεῶν ἱερά Plut.).