ἐξευρίσκω
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
fut. -ευρήσω: aor. 2 ἐξηῦρον, Med. -ηυρόμην or -ηυράμην (Men.161.4 codd. Stob.):—
A find out, discover, Il.18.322, Th.8.66, Pl.R. 566b, etc.; ἐ. ὁπόθεν find out from what source... Ar. Eq.800; invent, Hdt.1.8, etc.; βωμολόχον τι Ar.Eq.1194; ἀριθμόν, μηχανήματ' ἐ., A.Pr.460,469; ἐ. ἐπ' ἐμοὶ δεσμόν ib.97; simply, find, [πόλεώς] σε σωτῆρα ἐ. (sc. ὄντα) S.OT304; αὐτὸν ἐ. ἐχθίω Φρυγῶν Id.Aj.1054; ποῦ τὸν ἄνδρα.. ἐξευρήσομεν; Ar.Eq.145: c. inf., ἄλλο τι ἐξευρήκασι.. γενέσθαι Hdt.1.196; οὐκ ἐξευρίσκω τι ἄλλο ποιεῖν POxy. 1588.10 (iv A.D.); ἓν γὰρ πόλλ' ἂν ἐξεύροι μαθεῖν would lead one on to learn, S.OT120:—Pass., Hdt.1.94,al.: impers., ὧδέ σφι ἐς τὴν ἕψησιν τῶν κρεῶν ἐξεύρηται this invention has been made.., Id.4.61.
2 seek out, search after, Id.7.119,5.33.
3 win, get, procure, ἀέθλων κράτος Pi.I.8(7).4; τὸ κάλλος ἄλγος ἐ. S.Tr.25; γαστρὶ μὲν τὰ σύμφορα τόξον τόδ' ἐ. Id.Ph.288; νόμους σεαυτῷ Antipho 5.12; ἄνδρα ἐ., of a girl, Phoen.2.11:—Med., τὴν τέχνην Men. l.c.; παλαίσματα Theoc.24.114.
II search a place, ἁλὸς θέναρ Pi.I.4(3).56.
German (Pape)
[Seite 880] (s. εὑρίσκω), ausfindig machen, ausfinden, erfinden; ἴχνια Il. 18, 322; ὕμνον, ἀέθλων κράτος Pind. P. 1, 60 I. 7, 5, u. öfter; τοιόνδε δεσμόν Aesch. Prom. 96; μηχανήματα 467; γαστρὶ μὲν τὰ σύμφορα τόξον τόδ' ἐξεύρισκε Soph. Phil. 288; ἐᾶτέ με τὸν τύμβον ἐξευρεῖν O. C. 1542; τὰς παιγνιὰς ἐξευρεθῆναι παρὰ σφίσι Her. 1, 94; Folgde; durch wissenschaftliche Untersuchung finden; ἐξευρήκαμεν ὃ ἔστι τὸ φίλον Plat. Lys. 218 b; ἐξευρεῖν περὶ ἀνδρείας πῶς ποτ' ἔχει Prot. 353 b; – aussuchen, τὰ κάλλιστα Her. 7, 119; ἁλὸς θέναρ, durchsuchen, Pind. I. 3, 74. – Med., ἐξεύροντο παλαίσματα Theocr. 24, 112; τέχνην ἐξηύρατο Men. bei Stob. flor. 51, 27.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξευρήσω, ao. ἐξεῦρον;
1 parvenir à trouver, découvrir;
2 trouver par le secours de l'intelligence, imaginer : τι qch;
3 chercher à découvrir, explorer (un lieu) ; reconnaître : τινα ἐχθίω Φρυγῶν SOPH qqn comme plus hostile que les Troyens;
4 fournir, procurer : γαστρὶ τὰ σύμφορα SOPH les choses utiles à la subsistance.
Étymologie: ἐξ, εὑρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξευρίσκω: (fut. ἐξευρήσω, aor. ἐξεῦρον, pf. ἐξεύρηκα)
1 отыскивать, находить, обнаруживать (ἴχνιά τινος Hom.; τὸν ἱερὸν τύμβον Soph.);
2 находить, устанавливать (ὃ ἔστι τὸ φίλον Plat.);
3 выискивать (τὰ κάλλιστα Her.);
4 сочинять, слагать (ὕμνον Pind.);
5 обыскивать, обследовать (ἁλὸς θέναρ Pind.);
6 выдумывать, изобретать (μηχανήματα Aesch.; med. παλαίσματα Thuc.): ἐξευρεθῆναι παρά τινι Her. быть чьим-л. изобретением;
7 доставлять, снабжать (τὰ σύμφορα γαστρί Soph.);
8 причинять, приносить (ἄλγος τινί Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξευρίσκω: μέλλ. -ευρήσω: ἀόρ. ἐξεῦρον καὶ ἐξηῦ-: ‒ ἀνευρίσκω τι ὅπερ ἀπώλεσα, εἴ ποθεν ἐξεύροι (σκύμνους) Ἰλ. Σ. 322· ἀνακαλύπτω τὴν ἀληθῆ κατάστασιν πράγματός τινος, καὶ ἐξευρεῖν αὐτὸ (τὸ ξυνεστηκὸς) ἀδύνατοι ὄντες διὰ τὸ μέγεθος τῆς πόλεως Θουκ. 8. 66· ἐπινοῶ, Πλάτ. Πολ. 566Β, κτλ.· ἐξ. ὁπόθεν, ἀνευρίσκειν ἐκ ποίας πηγῆς... Ἀριστοφ. Ἱππ. 800· ἐφευρίσκω, Ἡρόδ. 1, 8, 94., 4. 61, κτλ.· ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων ἐξ. Αἰσχύλ. Πρ. 460, πρβλ. 469· ἐξ. ἐπ᾿ ἐμοὶ δεσμὸν αὐτόθι 97: ‒ ἁπλῶς εὑρίσκω, ἧς (τῆς πόλεως) σε προστάτην σωτῆρά τ᾿, ὦναξ, μοῦνον ἐξευρίσκομεν (ἐξυπ. ὄντα) Σοφ. Ο. Τ. 304· αὐτὸν ἐξ. ἐχθίω Φρυγῶν, ὁ αὐτὸς ἐν Αἴ. 1045· ποῦ τὸν ἄνδρα... ἐξευρήσομεν Ἀριστοφ. Ἱππ. 145· ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ., ἄλλο τι ἐξευρήκασι... γενέσθαι Ἡρόδ. 1. 196· ἓν γὰρ πόλλ᾿ ἂν ἐξεύροι μαθεῖν, εἰς πολλὰ δύναται νὰ ὁδηγήσῃ τινὰ νὰ μάθῃ, Σoφ. Ο. Τ. 120· ὦ θυμέ, νυνὶ βωμολόχον ἔξευρέ τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1194: - Παθ. Ἡρόδ. 1. 8, 90, κ. αλλ.· ἀπροσ. ὧδέ σφι ἐς τὴν ἔψησιν τῶν κρεῶν ἐξεύρηται, ἐφευρέθη, ὁ αὐτὸς 4. 61. 2) ζητῶ καὶ εὑρίσκω τί, κτήνεα σιτεύεσκον ἐξευρίσκοντες τιμῆς τὰ κάλλιστα Ἡρόδ. 7. 119., 5. 33. 3) κτῶμαι, ὅτι κράτος ἐξεῦρε Πινδ. Ι. 8 (7). 8· ἐπιφέρω, προξενῶ, μή μοι τὸ κάλλος ἄλγος ἐξεύροι Σοφ. Τρ. 25· πορίζω, γαστρὶ μὲν τὰ σύμφορα τόξον τόδ’ ἐξηύρισκε ὁ αὐτὸς Φιλ. 288· νόμους σεαυτῷ Ἀντιφῶν 130. 38· ἐπὶ εὐχῆς πρὸς κόρην, γένοιτο πάντ’ ἄμεμπτος ἡ κούρη κἀφνειὸν ἄνδρα κώνομαστόν ἐξεύροι, ν’ ἀξιωθῇ νὰ εὕρῃ, Φοίνιξ παρ’ Ἀθην. 359F: - ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἐξευρέσθαι παλαίσματα Θεόκρ. 24. 112. ΙΙ. ἀνερευνῶ, γαίας τὲ πάσας καὶ βαθυκρήμνου πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρῶν θέναρ Πίνδ. Ι. 4. 97 (3. 74).
English (Autenrieth)
aor. opt. ἐξεύροι: find out, discover, Il. 18.322†.
English (Slater)
ἐξευρίσκω
a explore Οὔλυμπόνδ' ἔβα (Ἡρακλέης), γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ (I. 4.56)
b look for κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 4.
c seek, devise ἄγ' ἔπειτ Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον (P. 1.60) νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος (N. 8.20)
d find, win Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε (I. 8.5)
Greek Monolingual
(AM ἐξευρίσκω) ευρίσκω
επινοώ, εφευρίσκω («ἀριθμὸν ἔξοχον σοφισμάτων ἐξευρίσκων», Αισχύλ.)
νεοελλ.
εξοικονομώ μετά από αναζήτηση
αρχ.
1. ανακαλύπτω («εἴ ποθεν ἐξεύροι», Ομ. Ιλ.)
2. αναζητώ και βρίσκω
3. αποκτώ
4. παρέχω
5. ερευνώ.
Greek Monotonic
ἐξευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, αόρ. βʹ -εῦρον·
1. βρίσκω, ανακαλύπτω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. κ.λπ.
2. εφευρίσκω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
3. απλώς, βρίσκω, σε Σοφ.
4. ζητώ, ανακαλύπτω, βρίσκω ή ξετρυπώνω κάποιον, ψάχνω για, σε Ηρόδ.
5. βρίσκω, επιτυγχάνω, κερδίζω, αποκτώ, επιφέρω, εξασφαλίζω, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. -ευρήσω aor2 -εῦρον
1. to find out, discover, Il., Thuc., etc.
2. to invent, Hdt., Aesch.
3. simply to find, Soph.
4. to seek out, search after, Hdt.
5. to find out, win, get, procure, Soph.
Lexicon Thucydideum
invenire, comperire, to find, discover, 6.118.3, [vulgo commonly ἐξευρήσωμεν]. 8.66.3.