ὑπολείπω

From LSJ
Revision as of 19:23, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολείπω Medium diacritics: ὑπολείπω Low diacritics: υπολείπω Capitals: ΥΠΟΛΕΙΠΩ
Transliteration A: hypoleípō Transliteration B: hypoleipō Transliteration C: ypoleipo Beta Code: u(polei/pw

English (LSJ)

also ὑπολειπ-λιμπάνω (q. v.),

   A leave remaining, ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od.16.50; ὑ. λόγον αὐτοῖς, ὡς . . οἷοί τ' ἔσονται Th. 8.2 (cf. infr. 111); πολεμίους τινὰς ὑ. Id.6.17; τὸν πόλεμον τοῖς παισί Id.1.81; οὐδεμίαν ὑπερβολὴν ὑ. τινί leave him no possibility of exceeding, Isoc.6.105 (f.l. for κατα-) ; τοῖς ἔγγιστα τιμωρεῖσθαι ὑ. Antipho 4.4.11.    2 of things, fail one, ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορά Lys.27.1 (ἐπι- Reiske, Hude), cf. Arr.Ind.26.9 (ἐπι- Ellendt); ὑ. τινὰ ὁ λόγος Gorg.17; ὑπολείποι γὰρ ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα Arist.Rh. 1374a33; [τὰ ὕδατα] ὑ. τινάς Id.Pol.1330b7.    3 intr., fail, fall short, θεοὶ . . ὑπέλιπον οὐ πώποκα Epich.170.1; ὅταν ὑπολίπωσιν αἱ βάλανοι Arist.HA615b22; ὑ. τὸ μέλι ib.626b6; αἱ τρίχες Id.GA745a15, cf. PA 650a36 (c. dat.); ἡ φωνὴ ὑπολελοίπει had ceased, Hp.Epid.5.10, etc.: also, fail in what is expected of one, come short, Lys.31.4 (ὑπολίπωμαι codd.).    II Pass., c. fut. Med., to be left remaining, ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο he was left behind... Od.7.230, cf. Hdt.1.105, 2.15,86; ἐγὼ δ' ὑπολείψομαι αὐτοῦ Od.17.276, 282, etc.; ὑπολειφθείς Hdt.5.61, 8.67, X.HG4.1.39, cf. Isoc.4.70.    2 of things, πέμπτον δ' ὑπελείπετ' ἄεθλον Il.23.615; ἐμοὶ δ' ἅπαξ ἀποφυγόντι ὁ αὐτὸς κίνδυνος ὑπολείπεται Antipho 5.16; μὴ ὑπολείπεσθαι [τοὺς νόμους], εἴ ποτε . . so that they do not remain in force, in case that... Th.3.84; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ . . Pl.Phdr.231b; μηκέτι ὑπολείπεσθαι αὐτοῖς περὶ μηθενὸς ἔνκλημα μηθέν SIG712.29 (Crete, ii B. C.).    3 c. gen., ὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου stay behind the expedition, i. e. not to go upon it, Hdt.1.165, cf. A.Ag.73 (anap.).    4 to be left behind in a race, Ar.Ra.1092; lag behind, κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι -όμενον Pl. Smp.174d; of stragglers in an army, X.An.1.2.25, etc.; ὑ. μικρὸν τοῦ στόματος fall behind the front rank, ib.5.4.22 (s. v.l.); of fixed stars, lie to the East of a point in the celestial sphere, Hipparch.3.5.6, al.; of the apparent motion of planets, Arist.Mete.343a24, al., cf. Epicur. Ep.2p.53 U, Gem.12.22, Ptol.Alm.12.1, Theo Sm.p.147 H.    5 metaph., to be inferior, ταῖς ἡλικίαις τῶν πατέρων Arist.Pol.1334b39, cf. 1254b35.    6 abs., fail, come to an end, ὁπόταν . . νὺξ ὑπολειφθῇ S.El.91 (anap.), cf. Arist.Mete.356b5, al.    III Med., leave behind one, τὰ πρόβατα Hdt.4.121; μηδεμίαν τῶν νεῶν Id.6.7; ὑ. τούτων ὡς χιλίους leaving about 1000 of them unburied, Id.8.24; ὑπολείπεσθαι αἰτίαν, ὡς . . to leave cause for reproach against oneself, in thinking that... Th.1.140 (v. sub init.); πόνους Isoc.9.45.    2 retain, [τοῦ ὕδατος] περὶ ἑωυτόν Hdt.2.25; δόρυ ἓν ὧν ἔσχον Arr.Tact.4.6, cf. 39.1; reserve, ἑαυτῷ ἑκατὸν ἅρματα LXX 2 Ki.8.4; σαυτῷ ταύτην τὴν ὄλυραν PHib.1.50.4 (iii B. C.); τὸν ὑπάρχοντα χόρτον τοῖς προβάτοις PCair.Zen.645.6 (iii B. C.); ὑπολιποῦ τόπον leave a space, ib.327.83 (iii B. C.): but in D.18.219 the Act. ὑπέλειπε . . ἑαυτῷ . . ἀναφοράν (left himself a means of escape) is the best reading.    3 deduct from a payment, IG7.3073.50,56 (Lebad., ii B. C.):—Pass., ib.58; ὑπολειπέσθω τῆς τιμῆς τὸ ὀφειλόμενον Philol.83.204 (Euboea, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1223] übrig lassen; ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od. 16, 50; u. in Prosa, wie Thuc. 6, 10; λόγον 8, 2; Plat. Soph. 332 c u. A.; häufiger pass. mit fut. med., zurück-, übrig gelassen werden, zurück-, übrig bleiben, πέμπτον ὑπελείπετ' ἄεθλον Il. 23, 615; ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο Od. 7, 230; ὑπολείψομαι αὐτοῦ 17, 276, u. öfter; Her. 2, 15. 5, 61. 8, 62 u. öfter; τῆς τότ' ἀρωγῆς ὑπολειφθέντες Aesch. Ag. 73; ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ Soph. El. 91; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ ποιεῖν Plat. Phaedr. 231 b; dah. hinter Einem zurückbleiben, ihm nachstehen, ursprünglich vom Wettlauf, absolut, Ar. Ran. 1090; κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι ὑπολειπόμενον Plat. Conv. 174 d; Xen. An. 5, 4,22; τινός, übh. hinter Einem zurückbleiben, oft bei Sp. – Med. hinter sich zurücklassen, ὑπολειπομένους μηδεμίην τῶν νεῶν Her. 6, 7, vgl. 4, 121; ὑπελίπετο μαρτυρίαν εἰς τὸν ὕστερον λόγον Dem. 28, 1, u. ähnlich ὑπελείπετο γὰρ αὐτῶν ἕκαστος ἑαυτῷ ἅμα μὲν ῥᾳστώνην, ἅμα δὲ εἴ τι γίγνοιτο ἀναφοράν 18, 219, er ließ sich eine Ausflucht offen. – Auch im Stich lassen, ausgehen, zu mangeln anfangen, dem ἐνδεῖ entsprechend; bei Lys. 27, 1 ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορά.