εισρέω

From LSJ
Revision as of 12:13, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

(AM εἰσρέω)
1. (για ποταμό) ρέω μέσα, εμβάλλω
2. (για χρήματα, πλούτη κ.λπ.) εισέρχομαι με αφθονία («εισέρρευσαν χρήματα πολλά», «πλοῦτος εἰσρεῑ»)
αρχ.-μσν.
εισορμώ.