εμφυτευτήριο
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
το
κυλινδρικό ξύλο με αιχμηρή άκρη που χρησιμοποιείται για το άνοιγμα λάκων για φύτευση, το φυτευτήρι.
Translations
dibble
Catalan: plantador; Czech: sázecí kolík; Danish: plantepind, plantestok; Dutch: pootijzer, pootstok; English: dibble, dib, dibber; Finnish: istutuspuikko; French: plantoir; Galician: plantador; German: Pflanzholz, Setzholz; Greek: εμφυτευτήριο, φυτευτήριο, φυτευτήρι; Ancient Greek: βωλοστρόφιον, ἐμβολεύς; Irish: stibhín; Italian: piantatoio; Laboya: kanyakka; Latin: pastinum; Macedonian: колче; Maori: kōkotaia; Norwegian Bokmål: plantepinne; Polish: sadzak; Spanish: plantador; Welsh: tyllwr