ὑποσυγχέω
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
A confuse, τὴν Πίσαν καὶ τὴν Ἦλιν Sch.Pi.O.1.28:—mostly in Pass., τὰ -κεχυμένα Ph.1.300, cf. 320 (cj.); ταῦτα ὑποσυγκέχυται Luc.Sol. 10; ὑποσυγκεχυμέναι φωναί somewhat confused, Arist.Aud.802a4; of a person, J.AJ16.4.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσυγχέω: συγχέω ὀλίγον, κἄπως συγχέω, τὴν Πῖσαν καὶ τὴν Ἦλιν Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 1. 28. - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ταῦτα ὑποσυγκέχυται Λουκ. Σολοικ. 10· ὑποσυγκεχυμέναι φωναί, ὀλίγον συγκεχυμέναι, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 28· ἐπὶ προσώπου (κοινῶς ὑποσυγχυνόμενον), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 4, 4, Ὠριγέν. 1. 583Β.