ὑποσυγχέω
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
English (LSJ)
confuse, τὴν Πίσαν καὶ τὴν Ἦλιν Sch.Pi.O.1.28:—mostly in Pass., τὰ ὑποσυκεχυμένα Ph.1.300, cf. 320 (cj.); ταῦτα ὑποσυγκέχυται Luc.Sol. 10; ὑποσυγκεχυμέναι φωναί somewhat confused, Arist.Aud.802a4; of a person, J.AJ16.4.4.
French (Bailly abrégé)
rendre un peu confus ; Pass. être un peu confus ou indistinct.
Étymologie: ὑπό, συγχέω.
German (Pape)
(χέω), ein wenig zusammenschütten, – übertragen, ein wenig verwirren, beschämen, Luc. Soloec. 10; ὑποσυγκεχυμένος Arist. audib. 28.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσυγχέω: сливать, смешивать: ὑποσυγκεχυμένος Arst., Luc. смешанный, спутанный.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσυγχέω: συγχέω ὀλίγον, κἄπως συγχέω, τὴν Πῖσαν καὶ τὴν Ἦλιν Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 1. 28. - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ταῦτα ὑποσυγκέχυται Λουκ. Σολοικ. 10· ὑποσυγκεχυμέναι φωναί, ὀλίγον συγκεχυμέναι, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 28· ἐπὶ προσώπου (κοινῶς ὑποσυγχυνόμενον), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 4, 4, Ὠριγέν. 1. 583Β.
Greek Monolingual
Α συγχέω
συγχέω κάπως («ὑποσυγκεχυμέναι φωναί», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ὑποσυγχέω: μέλ. -χεῶ, συγχέω λιγάκι — Παθ., είμαι κάπως συγκεχυμένος, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. -χεῶ
to confuse a little:—Pass. to be somewhat confused, Luc.