έξαλος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔξαλος, -ον) [[άλς, αλός]]
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έξαλα (AM ἔξαλα)
τα τμήματα του σκάφους που βρίσκονται έξω από τη θάλασσα, πάνω από την ίσαλο γραμμή
αρχ.
1. (για σκάφος) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη θάλασσα στην αμμουδιά
2. (για τόπο) εκείνος που βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα.