εξάστηλος
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που αποτελείται από έξι τυπογραφικές στήλες («εξάστηλο άρθρο»)
2. το ουδ. ως ουσ. το εξάστηλο
δημοσίευμα που καταλαμβάνει έξι στήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + στήλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].