ἐξάριθμος

Revision as of 12:27, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A supernumerary, τῆς τάξεως Ascl. Tact.2.9.

Spanish (DGE)

-ον táct. supernumerario de soldados τῆς τάξεως ἐξάριθμοι Ascl.Tact.2.9.

Greek Monolingual

(I)
ἐξάριθμος, -ον (Α) αριθμός
υπεράριθμος («τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν», Ασκληπιόδ.).
(II)
ἑξάριθμος, -ον (AM) έξι
1. εξαπλός, εξαπλάσιος
(«ἀγῶνα... ἑξάριθμον», Πίνδ.)
2. επιτ. πολλαπλάσιος.