εξαπλός
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἑξαπλοῦς, -ή, -οῦν [-όος, -όη, -οον])
1. αυτός που αποτελείται από έξι όμοια μέρη
2. έξαπλάσιος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὰ ἑξαπλᾱ
η έκδοση της ΠΔ από τον Ωριγένη, στην οποία σε έξι κατά σειρά στήλες περιλαμβάνεται το εβραϊκό κείμενο με τις μεταφράσεις του.
επίρρ...
ἑξαπλῶς και -ά
μσν.- νεοελλ.
κατά έξι τρόπους, σε έξι μέρη, εξαπλάσια.