έξι

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

και έξη και εξ (AM ἕξ)
(απόλ. αριθμητ.) ποσότητα που αποτελείται από πέντε και μία μονάδες
νεοελλ.
1. (για χρονολογία, ώρα, ηλικία κ.λπ., αντί του τακτικού έκτος) («έκλεισε τα έξι»)
2. (με άρθρο ως ουσ.) το έξι
οτιδήποτε έχει τον αριθμό έξι («καθίστε στο έξι»)
3. το σύμβολο με το οποίο παριστάνεται ο αριθμός έξι
4. (στην τυπογραφία) φρ. «στοιχεία τών έξι» — τυπογραφικά στοιχεία με έξι στιγμές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το απόλυτο αριθμητικό ἕξ (διαλεκτ. Fεξ) συνδέεται με αρμ. vec, ουαλ. chwech, αβεστ. xšvaš και ανάγεται σε ΙE sweks, του οποίου απλουστευμένη μορφή είναι ο τ. seks, απ' όπου προήλθαν τα λατ. sex, γοτθ. saihs, αρχ. ινδ. sas-, λιθ. šeš-i κ.ά. Το τακτικό αριθμητικό έκτος, Fέκτος ανάγεται σε ΙE sweks-to-sswekto-s και συνδέεται με λατ. sex-tus, γοτθ. saihsta και γαλατ. suexos. To νεοελλ. έξη προήλθε από το εξ-ήμισν, κατά το σχήμα δυό-μισυ-δυό, τριά-μισυ-τρία, πεντέ-μισυπέντε κ.λπ.].