ἐξάριθμος

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάριθμος Medium diacritics: ἐξάριθμος Low diacritics: εξάριθμος Capitals: ΕΞΑΡΙΘΜΟΣ
Transliteration A: exárithmos Transliteration B: exarithmos Transliteration C: eksarithmos Beta Code: e)ca/riqmos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, supernumerary, τῆς τάξεως Ascl. Tact.2.9.

Spanish (DGE)

-ον táct. supernumerario de soldados τῆς τάξεως ἐξάριθμοι Ascl.Tact.2.9.

Greek Monolingual

(I)
ἐξάριθμος, -ον (Α) αριθμός
υπεράριθμος («τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν», Ασκληπιόδ.).
(II)
ἑξάριθμος, -ον (AM) έξι
1. εξαπλός, εξαπλάσιος
(«ἀγῶνα... ἑξάριθμον», Πίνδ.)
2. επιτ. πολλαπλάσιος.