ἐπαριθμῶ, -έω (AM)αριθμώ, απαριθμώ, αναφέρω τον ένα μετά τον άλλο («ἐπαριθμοῦσα δὲ καὶ ἄλλους», Παυσ.)μσν.υπολογίζω.