ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
ἐπεκτρέχω (Α)1. τρέχω έξω εναντίον κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῑς ἐκ τοῦ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», Ξεν.)2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω.