επευφημώ

From LSJ
Revision as of 12:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

(AM ἐπευφημῶ, -έω)
μσν.- νεοελλ.
εκφράζω με ζητωκραυγές επιδοκιμασία ή αφοσίωση
αρχ.-μσν.
1. επιδοκιμάζω θορυβωδώς, δίνω τη συγκατάθεσή μου («ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ αἰδεῖσθαι θ' ἱερῆα», Ομ. Ιλ.)
2. εγκωμιάζω, εξυμνώ
αρχ.
1. εύχομαι σε κάποιον κάτι («νόστον ἐπευφήμησεν ἀκηδέα νισσομένοισιν», Απολλ. Ρόδ.)
2. καλώ κάποιον με εύφημο όνομα («ἄλλοι δ' ἁβρὸν Ἄδωνιν ἐπευφήμησαν ἀοιδοί», Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευφημώ].