ἐπιδεύτερος
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
ον,
A secondary, of minor rank, of a dramatist, Suid. s.v. Ἀριστομένης.
Greek Monolingual
ἐπιδεύτερος, -α, -ον (Μ)
δευτερεύων, δεύτερης κατηγορίας, όχι πρώτης ποιότητας.