επιμύθιο
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
{{grml
|mltxt=το (AM ἐπιμύθιος, -ον) [[επί + μύθος
το ουδ. ως ουσ. το επιμύθιο(ν)
σύντομη και πνευματώδης φράση στο τέλος κάθε μύθου η οποία περιέχει και το ηθικό του δίδαγμα
νεοελλ.
φράση που λέγεται απροσδόκητα ή υπερβολικά κοινότυπα στο τέλος ενός λόγου
αρχ.
αυτός που ακολουθεί τον μύθο, που λέγεται στο τέλος του μύθου.
}}