επιμύθιο

From LSJ
Revision as of 12:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

{{grml |mltxt=το (AM ἐπιμύθιος, -ον) [[επί + μύθος
το ουδ. ως ουσ. το επιμύθιο(ν)
σύντομη και πνευματώδης φράση στο τέλος κάθε μύθου η οποία περιέχει και το ηθικό του δίδαγμα
νεοελλ.
φράση που λέγεται απροσδόκητα ή υπερβολικά κοινότυπα στο τέλος ενός λόγου
αρχ.
αυτός που ακολουθεί τον μύθο, που λέγεται στο τέλος του μύθου. }}