έρομαι

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

ἔρομαι και ιων. και επικ. τ. εἴρομαι (Α)
1. ερωτώ, ζητώ να μάθω («τὸ μὲν πρῶτον... ἐρήσομαι... τὶς πόθεν ἀνδρῶν», Ομ. Οδ.)
2. ζητώ συμβουλή, συμβουλεύομαι
3. αιτώ, ζητώστρατηγός... ἠτήσ’ ἐρόμενος Κλεαίνετον» — ο στρατηγός... ζήτησε παρακαλώντας τον Κλεαίνετο, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ιων. και επικ. τ. του είρομαι].