ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
ἐρωτικοκάρδιος, -ον (Μ)αυτός που έχει ερωτευμένη καρδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + -κάρδιος (< καρδιά)πρβλ. σπαραξι-κάρδιος].