ἑταίρισμα
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Full diacritics: ἑταίρισμα | Medium diacritics: ἑταίρισμα | Low diacritics: εταίρισμα | Capitals: ΕΤΑΙΡΙΣΜΑ |
Transliteration A: hetaírisma | Transliteration B: hetairisma | Transliteration C: etairisma | Beta Code: e(tai/risma |
ατος, τό, A = ἑταιρικὸν τέλος, PGrenf. 2.41 (i A. D., pl.).
ἑταίρισμα, τὸ (Α)
πάπ. ο εταιρικός, ο πορνικός φόρος.