ετοιμοτρεπής
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
ἑτοιμοτρεπής, -ές (Α)
αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε κάτι («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -τρεπής (< τρέπω), πρβλ. ευ-τρεπής].