ἑτοιμοτρεπής
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
German (Pape)
[Seite 1053] ές, leicht zu lenken, Cyrill.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμοτρεπής: -ές, εὐκόλως τρεπόμενος ἢ ὁδηγούμενος εἴς τι, ἑτοιμοτρεπής εἰς ἁμαρτίαν Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Ζαχ. 13. σ. 790.
Greek Monolingual
ἑτοιμοτρεπής, -ές (Α)
αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε κάτι («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -τρεπής (< τρέπω), πρβλ. ευτρεπής].