ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
-η, -ο (Α εὐαπόδεικτος, -ον)αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-δεικτός (< απο-δεικνύω) πρβλ. δυσ-απόδεικτος, αν-από-δεικτος].