ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
εὐάρματος, -ον (Α)1. αυτός που έχει ωραία άρματα («εὐαρμάτου ἄλσους», Σοφ.)2. νικητής στο αγώνισμα της αρματηλασίας («εὐάρματον ἄνδρα», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άρματος (< άρμα), πρβλ. πολυ-άρματος, χρυσ-άρματος].