εὐθύθριξ
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
German (Pape)
[Seite 1070] -τριχος, geradhaarig, mit schlichtem Haare, εὐθύτριχας im Ggstz von οὐλόθριξ Arist. gen. anim. 5, 3; Poll. 2, 22.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύθριξ: ὁ, ἡ, ἔχων εὐθείας τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 13, κἑξ.
Greek Monolingual
εὐθύθριξ, ὁ (Α)
αυτός που έχει ίσιες τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + θριξ].
Russian (Dvoretsky)
εὐθύθριξ: τρῐχος adj. с прямыми волосами Arst.