εὐκέατος
English (LSJ)
ον, poet. for foreg.,
A κέδρου τ' εὐκεάτοιο Od.5.60; ἐρινεοῦ εὐ. Theoc.25.248.
German (Pape)
[Seite 1074] dasselbe, κέδρος Od. 5, 60; ἐρινεός Theocr. 25, 248.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκέᾰτος: -ον, ποητ. ἀντὶ τοῦ προηγ., κέδρου τ’ εὐκεάτοιο Ὀδ. Ε. 60· ἐρινεοῦ εὐκεάτοιο Θεόκρ. 24. 248. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐκέατον· ξηράν. εὔσχιστον. εὔκαυστον».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à fendre.
Étymologie: εὖ, κεάζω.
English (Autenrieth)
(κεάζω): easily cleft or split, fissile, Od. 5.60†.
Greek Monolingual
εὐκέατος, -ον (Α)
ποιητ. τ. του ευκέαστος («ὀδμὴ κέδρου τ' εὐκεάτοιο», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
εὐκέᾰτος: -ον (κεάζω), αυτός που σχίζεται ή χωρίζεται εύκολα, σε Ομήρ. Οδ.