εὐπτόητος
English (LSJ)
ον,
A easily scared, πρὸς ἅπαν Plu.2.642a, cf. Sch.A.Th.78.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπτόητος: -ον, εὐκόλως πτοούμενος, πρὸς ἅπαν Πλούτ. 2. 642 Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à effrayer.
Étymologie: εὖ, πτοέω.
Greek Monolingual
εὐπτόητος, -ον (ΑΜ)
αυτός που πτοείται εύκολα, ο δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτοητός (< πτοώ)].
Russian (Dvoretsky)
εὐπτόητος: легко пугающийся, пугливый (πρὸς ἅπαν Plut.).