ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
εὔπυρος, -ον (Α)με άφθονα σιτηρά, σιτοφόρος («εὔπυροι λειμῶνες», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρός «σιτάρι»].