έχερη

From LSJ
Revision as of 22:03, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

και όχερη, η
το μέρος του αρότρου που κρατά ο γεωργός για να κατευθύνει το ζευγάρι, η εχέτλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν + χέρι (< χέρι-ον, υποκορ. του αρχ. χειρ, χειρός)].