έχερη
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
και όχερη, η
το μέρος του αρότρου που κρατά ο γεωργός για να κατευθύνει το ζευγάρι, η εχέτλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν + χέρι (< χέρι-ον, υποκορ. του αρχ. χειρ, χειρός)].