τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
ζωάρχιος, -ον (Α)αυτός που είναι η αρχή της ζωής, η πρώτη αιτία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -αρχιος (< -αρχος < άρχω), πρβλ. μετ-άρχιος, πολυ-άρχιος].