ζωώδης
From LSJ
ἐφ' ὅσον αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted
German (Pape)
[Seite 1145] ες, thierisch, Svnes. u. a. Sp.; ὁ δοῦλος τῶν ἡδονῶν ζωώδης καὶ μικροπρεπής ἐστιν Plut. educ. lib. 10.
Greek Monolingual
-ες και ζωώδικος, -η, -ο (Α ζῳώδης) ζώον
1. αυτός που μοιάζει με ζώο στη μορφή ή στην έκφραση («ζωώδης μορφή»)
2. αυτός που προσιδιάζει, που αρμόζει στα ζώα, κτηνώδης («ζωώδη ένστικτα»)
3. μτφ. κτηνώδης, απάνθρωπος, θηριώδης, αγροίκος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στα ζώα («ζωῶδες κάλλος», Δημόκρ.)
2. (για νεκρό) αυτός που έχει το χρώμα του ζωντανού.
επίρρ...
ζωωδώς και ζωώδικα
με τρόπο κτηνώδη («συμπεριφέρθηκε ζωωδώς»).