περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law
ἡδίων, -ον (Α)συγκριτ. του ηδύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς + κατάλ. συγκριτ. -ίων (πρβλ. αισχ-ίων, εχθ-ίων)].