ηδίων

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

ἡδίων, -ον (Α)
συγκριτ. του ηδύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς + κατάλ. συγκριτ. -ίων (πρβλ. αισχίων, εχθίων)].