οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
ἡδίων, -ον (Α)συγκριτ. του ηδύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς + κατάλ. συγκριτ. -ίων (πρβλ. αισχίων, εχθίων)].