ηλιόχαρος

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοί → tell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source

Greek Monolingual

και λιόχαρος, -η, -ο
(για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται επειδή καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη ακρογιαλιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -χαρος (< χαρά), πρβλ. περί-χαρος, πολεμό-χαρος].