λιόχαρος

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ηλιοχαρής, αυτός που χαίρεται τις ακτίνες του ήλιου, ο γεμάτος ήλιο και χαρά
2. χαρακτηρισμός για τα άγρια φυτά που αναπτύσσονται το καλοκαίρι με ξηρασία.