ημικύκλιος

From LSJ
Revision as of 12:45, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

-ο (AM ἡμικύκλιος, -ον)
1. ημικυκλικός
2. το ουδ. ως ουσ. το ημικύκλιο
α) το μισό του κύκλου
β) μαθ. καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από μια διάμετρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμικύκλιον
α) κάθισμα, έδρανο ημικυκλικό
β) στρατιωτικός τακτικός σχηματισμός
γ) ημικυκλικό ηλιακό ρολόγι
δ) τόπος διαμορφωμένος αμφιθεατρικά, που περιορίζεται από λίθινα καθίσματα και χρησιμεύει για δημόσιες συναθροίσεις
ε) οι σειρές τών λίθινων καθισμάτων στο αρχαίο θέατρο, που ήταν τοποθετημένες ημικυκλικά
στ) ο τόπος δημόσιων συνελεύσεων στη Σάμο
ζ) ημικυκλική βάση αγάλματος
η) θόλος
θ) θεατρική μηχανή
ι) ήμισφαίριον
ια) (στους αρχ. Ρωμαίους) ημικυκλικό αναπαυτήριο στις Θέρμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κύκλ-ιος (< κύκλος)].