ἀντολίη
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ἡ, collat. poet. form of ἀνατολή, Androm. ap. Gal.14.37, APl.4.61 (Crin., pl.), Epigr.Gr. 441 (Trachonitis), al.; personified, PMag.Berol.2.9.3. 2 as Adj., eastern, ἐν ἀντολίη . . ἀρούρη Nonn.D.25.98.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντολίη: ἡ, ποιητ. = ἀντολή, ἀνατολή, Ἀνθ. Πλαν. 61, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 441, κ. ἀλλ.: - ἀντολίηθε, ἐπίρρ. ἀντὶ ἀνατολίηθε, ἐξ ἀνατολῶν, Ὀππ. Κ. 2. 123, Μανέθ. 2. 49, κτλ.: - ἀντολίηνδε, πρὸς ἀνατολάς, Διον. Π. 260. 2) ὡς ἐπίθ. ἀνατολική, ἐν ἀντολίῃ ... ἀρούρῃ Νόνν. Δ. 25. 98.