οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
[Seite 1168] = ἡμίζως, ων, halb lebend, Hdn. Epimer. p. 239.
ἡμίζωος: -ον, (ζωὴ) κατὰ τὸ ἥμισυ ζῶν, «μισοζώντανος», Γλωσσ.
ἡμίζωος, -ον (Α)
μισοζωντανός, μόλις ζωντανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί-ζωος, πολύ-ζωος].