ήτοι

From LSJ
Revision as of 22:08, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

ἤτοι)
(επεξηγηματικό μόριο = ἦ τοι) δηλαδή, με άλλα λόγια
αρχ.
1. (βεβαιωτικό μόριο = ἦ τοι) βέβαια, αλήθεια, πράγματι
2. (συχνά ως μεταβατικό στην αρχή προτάσεως ή περιόδου = ἦ τοι) τότε λοιπόνἤτοι ὅ γ' ὥς εἰπὼν κατ' ἄρ' ἕζετο», Ομ. Ιλ.)
3. (μετά από αντων., σύνδ. ή επίρρ.) φρ. α) «τὴν ἤτοι» — την οποία βέβαια, ως γνωστόν
β) «ἀλλ' ἤτοι», «ὀφρ' ἤτοι», «ἔνθ' ἤτοι», «ὡς ἤτοι» κ.λπ.
αλλά βέβαια, για να... βέβαια, όπου βέβαια, όπως βέβαια
4. (διαζευκτ. σύνδ. =ἤ τοι) ή [σ' αυτή την περίπτωση ακολουθεί στο δεύτερο μέρος της διάζευξης το ἤ (ἤτοι... ), αλλά και αντιστρόφως (... ἤτοι) και στους μετγν. και ἤτοι... ἤτοι
ή... ή].
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < βεβαιωτικό επίρρ. ή + τοι].