θαλάσσειος
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
θαλάσσειος, -ον (Α) θάλασσα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα.
German (Pape)
= θαλασσαῖος, Orac.Sib.