θεοδικία

From LSJ
Revision as of 15:20, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

η
1. η κρίση του θεού για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου η οποία εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια
2. η δικαίωση του θεού για τη δημιουργία του κακού στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. judicium dei < θεο- + -δικία (< -δικος < δίκη), πρβλ. ά-δικος > α-δικία φυγό-δικος > φυγο-δικία. Η λ. μαρτυρείτάι από το 1845 στον Κων. Α. Κουμανούδη].